- Δύνασθ'
- Δύναστα , Δυνάστηςlordmasc voc sgΔύναστα , Δυνάστηςlordmasc nom sg (epic)Δύνασται , Δυνάστηςlordmasc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δύνασθ' — δύνασθε , δύναμαι to be able pres imperat mp 2nd pl δύνασθε , δύναμαι to be able pres ind mp 2nd pl δύνασθαι , δύναμαι to be able pres inf mp δύνασθε , δύναμαι to be able imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) δύναστι , δύναστις fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)